εὐδιάβατος

εὐδιάβατος
εὐδιάβατος
easy to cross
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευδιάβατος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βατός (< δια βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιάβατον — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem acc sg εὐδιάβατος easy to cross neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαβάτου — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβατα — εὐδιάβατος easy to cross neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβατοι — εὐδιάβατος easy to cross masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπόρευτος — εὐπόρευτος, ον (ΑΜ) (για οδό) ευδιάβατος, ευκολοπέραστος μσν. (για ταλαιπωρία) αυτή που περνάει, που ξεχνιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορευτός (< πορεύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”